Παρασκευή 15 Σεπτεμβρίου 2017

Χρήσεις και καταχρήσεις της κοινωνικής επιχειρηματικότητας: η Ελληνική περίπτωση
του Δρ Κωνσταντίνου Δ. Γεώρμα

Η ιστορία της ανάπτυξης της κοινωνικής οικονομίας στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται από μια μακρά ιστορία, με την Κοινή Συντροφιά και Αδελφότητα Αμπελακίων να αποτελεί κορυφαίο υπόδειγμα. Η εισαγωγική αυτή παρατήρηση γίνεται γιατί, όπως και σε πολλά άλλα ζητήματα, αντί να ενσκήψουμε στην παράδοση και στις εμπειρίες που προσφέρει η ίδια η ιστορική μας πραγματικότητα, εμπειρία που έπρεπε να είναι οδηγός για το μέλλον, εμείς προστρέχουμε σε αλλότρια υποδείγματα, με ότι συνέπειες έχει αυτό για την εξέλιξη των θεσμών στη χώρα μας.
Η Ελλάδα αποτελεί μια ιδιαίτερη χώρα αναφορικά με την ανάπτυξη του τομέα της κοινωνικής οικονομίας. Αυτό βέβαια είναι απόρροια μιας σειράς παραγόντων. Ο πρώτος και κύριος έχει να κάνει με την ύπαρξη ενός αδύναμου κράτους που είναι αντιμέτωπο με μια αδύναμη κοινωνία πολιτών. Ένας δεύτερος σημαντικός παράγοντας είναι ο ιδιάζων τρόπος ανάπτυξης του κράτους πρόνοιας στην Ελλάδα. Επίσης, ο κυρίαρχος ρόλος των κομμάτων στην πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή είναι ένας άλλος σημαντικός παράγοντας (Γεώρμας,2011). Πέραν της ασθένειας της κομματοκρατίας, η διαφθορά, που συνάδει με το προηγούμενο, είναι ένας τέταρτος παράγων που επιδρά στην ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας.
Το παρόν άρθρο, στόχο του έχει να φωτίσει πτυχές της ανάπτυξης της κοινωνικής επιχειρηματικότητας στη χώρα μας, ιδιαίτερα στα τελευταία χρόνια, λαμβάνοντας ωστόσο υπ’ όψιν, συμπεράσματα και σχολιασμούς που έχουν να κάνουν με άλλους τομείς όπως η ιστορική εξέλιξη των συνεταιρισμών και άλλων φορέων όπως οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις.

Στο άρθρο αυτό θα ακολουθήσουμε την προτροπή του Παπαγεωργίου (Παπαγεωργίου,2010) «Όταν εξετάζουμε την εξέλιξη του συνεταιριστικού φαινομένου οφείλουμε να εξετάζουμε τις αιτίες που βρίσκονται πίσω από τα γεγονότα. Το περιβάλλον στο οποίο αναπτύσσονται οι συνεταιριστικές δραστηριότητες έχει συχνά αποφασιστική σημασία για την αποτελεσματικότητα των δραστηριοτήτων τους. Επίσης, η εσωτερική συνοχή και η ανταπόκριση των μελών μπορούν να προωθήσουν ή να βλάψουν τους στόχους τους».
Τα τελευταία χρόνια, η ίδια η ανάπτυξη των κοινωνικών συνεταιριστικών επιχειρήσεων φαίνεται να έχει επηρεαστεί από παράγοντες που έχουν επιδράσει και παλιότερα σε άλλους φορείς της κοινωνικής οικονομίας, κρούοντας έτσι τον κώδωνα του κινδύνου για τη μορφή που θα λάβει η ανάπτυξη του συγκεκριμένου τομέα. Στο παρόν κείμενο θα καταβληθεί μια προσπάθεια κατάδειξης των παραγόντων που οδήγησαν στην εκρηκτική αύξηση του αριθμού των κοινωνικών συνεταιριστικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα, των χρήσεων που αυτές εξυπηρετούν και των καταχρήσεων που έχουν υποστεί. Επιπρόσθετα, μέσα από  την προσπάθεια κατάδειξης των δυναμικών που διαμορφώνουν την πορεία της κοινωνικής επιχειρηματικότητας, θα εξαχθούν συμπεράσματα για τις παθογένειες που χαρακτηρίζουν τα πρώτα βήματα του συγκεκριμένο τομέα, τα εμπόδια στην ανάπτυξή του και οι προοπτικές που διανοίγονται γι’ αυτόν.

1.       Συνοπτικό ιστορικό του κοινωνικού τομέα στην Ελλάδα
Ιστορικά, πρωτοβουλίες στον τομέα της κοινωνικής οικονομίας έχουν αναλάβει οι ιδιώτες-ευεργέτες, η εκκλησία, αλλά και ιδιώτες εν γένει. Ο πιο ανεπτυγμένος τομέας της κοινωνικής οικονομίας στην Ελλάδα είναι κατά κύριο λόγο ο συνεταιριστικός τομέας. Οι συνεταιρισμοί είναι κυρίως αγροτικοί αλλά φυσικά έχουν αναπτυχθεί και άλλοι όπως καταναλωτικοί, πιστωτικοί κ.ά.
Αξίζει εδώ να αναφερθεί ότι ο η εισαγωγή του πρώτου νόμου περί συνεταιρισμών (νόμος 602/1915) συνοδεύτηκε από ειδική υπηρεσία που σκοπό της είχε «την καθοδήγηση της οργάνωσης και της λειτουργίας  [των συνεταιρισμών] και…τη διαφώτιση του αγροτικού πληθυσμού με σκοπό την εδραίωση και τη διάδοση του θεσμού…» (Κλήμη-Καμινάρι & Παπαγεωργίου, 2010,96)
Η ανάπτυξη των συνεταιρισμών έκτοτε ήταν ραγδαία φθάνοντας τους 3..000 κατά τη δεκαετία του 1930 (CICOPA,2013,11). Από τη δεκαετία του 1960 και έπειτα οι συνεταιρισμοί ανακάμπτουν από τις μεγάλες απώλειες που είχαν υπάρξει λόγω της γερμανικής κατοχής και των πολιτικών εξελίξεων, με την περίοδο ωστόσο της διδακτορίας όμως να υφίσταται περιορισμός των δραστηριοτήτων τους. Αντιθέτως, οι μεταδιδακτορικές κυβερνήσεις ενίσχυσαν τη δράση τους, και όπως παρατηρεί ο Κασσαβέτης, «για πρώτη φορά οι παραγωγοί αγρότες άρχισαν να ελέγχουν, μερικώς και σε βάση ανταγωνιστική και συμπληρωματική με τις κερδοσκοπικές επιχειρήσεις, τμήμα ορισμένων προϊόντων» (Κασσαβέτης,2001).
Ωστόσο, με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία παρουσιάστηκαν άλλα προβλήματα. Η « παράλληλη άσκηση οικονομικής και πολιτικής του κράτους μέσω των συνεταιρισμών, η δημιουργία πρόσθετων αλλά μη παραγωγικών θέσεων εργασίας, η έλλειψη σταθερών κριτηρίων για τις επενδυτικές δραστηριότητες» (Κασσαβέτης,2005,62) καθώς και η έντονη πολιτικοποίηση-κομματικοποίηση της δραστηριότητάς τους (Παπαγεωργίου,2010) είχαν αρνητικά αποτελέσματα στην ανάπτυξή τους.
Οι συνεταιρισμοί, που αποτελούν τον κύριο κορμό της Κοινωνικής Οικονομίας στην Ελλάδα, λειτουργούν κυρίως ως επιχειρήσεις, με την έννοια ότι παράγουν και διαθέτουν στην αγορά προϊόντα ή υπηρεσίες. Πέραν των αγροτικών συνεταιρισμών, αναπτύχθηκαν κυρίως μετά τη δεκαετία του 1970, οι καταναλωτικοί και οι αστικοί συνεταιρισμοί, με τους πρώτους ωστόσο να μην κατορθώνουν να επιβιώσουν (Τένες,2014).
2.      Η πορεία προς τον νόμο 4019/2011
Η ελληνική πραγματικότητα, τα τελευταία χρόνια, αναφορικά με τη δυναμική της κοινωνικής οικονομίας, χαρακτηρίζεται από την παρακμή που παρουσιάζουν σημαντικοί πυλώνες της κοινωνικής οικονομίας, όπως οι συνεταιρισμοί και οι μη κυβερνητικές οργανώσεις και η εκρηκτική ανάπτυξη του νέου θεσμού των κοινωνικών συνεταιριστικών επιχειρήσεων.
Για την υφιστάμενη κατάσταση της κοινωνικής οικονομίας στην Ελλάδα, ιδιαίτερα δε όσον αφορά την αποτύπωση νεώτερων μορφών της κοινωνικής οικονομίας, έχουν γραφεί πολυπληθή κείμενα, που όμως χαρακτηρίζονται, από την έλλειψη στοιχείων και ενδελεχούς ανάλυσης. Οι, κατά κύριο λόγο χρηματοδοτούμενες από κονδύλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης μελέτες και παρατηρητήρια του χώρου της κοινωνικής οικονομίας, όχι μόνον δεν προχωρούν σε μια συστηματική καταγραφή, αλλά ενίοτε αναπαράγουν μια στρεβλωμένη εικόνα της πραγματικότητας[1]. Το πιο, ίσως χαρακτηριστικό παράδειγμα, είναι η απουσία αναφοράς στις εκατοντάδες δομές της Εκκλησίας που ανήκουν στον συγκεκριμένο τομέα και το τεράστιο απόθεμα εθελοντισμού που χαρακτηρίζει την ενορία. Πάντως, εξαίρεση στα παραπάνω αποτελεί η έρευνα του Χρυσάκη, (Χρυσάκης, 2002), όπου αποτυπώνεται σε όλο της το εύρος η εικόνα της κοινωνικής οικονομίας την περίοδο κατά την οποία εκδόθηκε.
Από μόνο του το γεγονός που προαναφέρθηκε αντικατοπτρίζει την βαθιά υστέρηση που υπάρχει στην διαμόρφωση μιας ολοκληρωμένης ταυτότητας του τομέα της κοινωνικής οικονομίας στη χώρα μας. Επιπλέον, χαρακτηρίζει τον πολιτικό και κοινωνικό σεκταρισμό μέρους όσων ασχολούνται με τον συγκεκριμένο τομέα. Κατά τρίτον, συνιστά στοιχείο της αδυναμίας της ίδιας της κοινωνίας των πολιτών να ξεπεράσει τις πολιτικές επιβολές και φαντασιώσεις και να διαμορφώσει δικούς της αυτόνομους φορείς. Ενδεικτική είναι η αδυναμία συντονισμού που υπάρχει στους συνεταιριστικούς φορείς της χώρας, ενώ τις ίδιες παθογένειες μπορεί να διακρίνει κανείς και στην ανάδυση «δικτύων» στον τομέα των κοινωνικών συνεταιριστικών επιχειρήσεων.
Πιο οργανωμένες καταγραφές, τουλάχιστον μέχρι πρότινος, είχαμε στον συνεταιριστικό τομέα και ακόμα πιο ακριβή αποτύπωση, στον τομέα των κοινωνικών συνεταιριστικών επιχειρήσεων. Σήμερα, η πιο οργανωμένη παρουσίαση του χώρου αρμοδιότητας διατίθεται από το Γενικό Μητρώο Κοινωνικής Οικονομίας, το οποίο είναι το μόνο που έχει αναλυτική παρουσίαση των δημιουργούμενων κοινωνικών συνεταιριστικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα. Αντιθέτως, για άλλες μορφές, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων, οι παλινωδίες του χώρου των ΜΚΟ και η ροπή προς πελατειακό έλεγχο του συγκεκριμένου χώρου από το πολιτικό προσωπικό της χώρας, καθώς και εξωτερικών παραγόντων (Καραμπελιάς, 2014), έχει οδηγήσει σε ένα ομιχλώδες αναλυτικό τοπίο, και αδυναμία αποτύπωσης της εξέλιξής του.
Για να γίνουν κατανοητοί οι παράγοντες οι οποίοι επέδρασαν στην υιοθέτηση των δύο νόμων που αποτέλεσαν τη βάση για την δυναμική ανάπτυξη της κοινωνικής επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα, θα πρέπει πρώτα να παρατεθούν κάποιες παρατηρήσεις για το πλαίσιο εντός του οποίου αυτοί υιοθετήθηκαν.
Παρ’ όλο που η Κοινωνική Οικονομία αποτελεί μια θεσμικά διακριτή σφαίρα άσκησης κοινωνικής και οικονομικής πολιτικής στις χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποτελεί κοινή διαπίστωση στη βιβλιογραφία ότι στην Ελλάδα, τόσο η έννοια, όσο και οι δραστηριότητες του τομέα της Κοινωνικής Οικονομίας δεν είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένες. Μάλιστα, στην χώρα μας, ο συγκεκριμένος τομέας δεν έχει αναγνωριστεί ως διακριτός τομέας από τους πολίτες, παρά το γεγονός ότι σε αυτόν δραστηριοποιείται ένας σημαντικός αριθμός φορέων. Τέτοιοι φορείς ήταν μέχρι την έλευση των κοινωνικών συνεταιριστικών επιχειρήσεων, οι συνεταιρισμοί, οι γυναικείοι συνεταιρισμοί, οι συνεταιριστικές τράπεζες, οι εθελοντικές οργανώσεις και σύλλογοι, οι μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί, καθώς και άλλες νομικές μορφές επιχειρήσεων με κοινωνικούς σκοπούς.
Ο Ζιώμας επισημαίνει ότι το γεγονός ότι η Ελλάδα παρουσιάζει υστέρηση στην ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας οφείλεται τόσο στο ότι υπάρχει περιορισμένη αντίληψη και προσφορά εθελοντικής εργασίας όσο, κατά δεύτερον, στην περιορισμένη ανάπτυξη του κράτους πρόνοιας και, συνεπώς, των πόρων που δύνανται να διατίθενται σε φορείς της κοινωνικής οικονομίας για συναφείς δράσεις (ΕΚΚΕ, 2001,154). Παράλληλα, συνεχίζει, η περιοριστική δημοσιονομική πολιτική και οι διευρυνόμενες κοινωνικές ανάγκες δημιουργούν πιέσεις για ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας ιδιαίτερα στο τομέα της παροχής κοινωνικών-υποστηρικτικών υπηρεσιών. Ωστόσο, σημειώνει, η κινητικότητα που παρατηρείται στο χώρο αυτό οφείλεται εν πολλοίς στους ευρωπαϊκούς πόρους που διοχετεύονται εκεί και δευτερευόντως σε συλλογικές προσπάθειες (όπ.παρ.,162).
Σε παρόμοιο συμπέρασμα καταλήγει τόσο η μελέτη του Χρυσάκη (Χρυσάκης,2002) όσο και η Κετσετζοπούλου, η οποία αναφέρει ότι «Είναι μόνον μια μειονότητα από αυτές τις [τοπικές] πρωτοβουλίες που βασίζουν τη δυναμική τους στην τοπική αλληλεγγύη, συμπεριλαμβανομένης της εθελοντικής εργασίας και της συμμετοχής (δέσμευσης) των πολιτών» (Ketsetzopoulou, 2010,5).    
Οι Σακελλαρόπουλος & Οικονόμου αναφέρουν χαρακτηριστικά σε μια μελέτη του 2007, συμφωνώντας με άλλους, ότι η Ελληνική περίπτωση χαρακτηρίζεται από σημαντική υστέρηση στην ανάπτυξη της κοινωνικής επιχειρηματικότητας (Σακελλαρόπουλος,2007,45-46). Ως κύριους λόγους αναφέρουν τις δυσμενείς για τις κοινωνικές επιχειρήσεις νομικές δομές, την διστακτικότητα των κυβερνήσεων αναφορικά με πολιτικές πρωτοβουλίες που ενδιαφέρουν την κοινωνική επιχειρηματικότητα, τις παραδοσιακές αδυναμίες της κοινωνίας των πολιτών, την έλλειψη πρωτοβουλιών για την τοπική ανάπτυξη, την απουσία ενιαίου θεσμικού πλαισίου, την απουσία ολοκληρωμένων συστημάτων υποστήριξης. Ιδιαιτέρως επισημαίνουν ένα στοιχείο που κατατρέχει ιστορικά τη δυναμική της κοινωνίας των πολιτών και αυτό είναι η ύπαρξη πελατειακών σχέσεων που ευνοεί συγκεκριμένου τύπου ενσωματώσεις στο πολιτικό σύστημα.
Γι’ αυτό δεν είναι τυχαίο, ότι οι έννοιες και οι πραγματικότητες της κοινωνικής οικονομίας και της κοινωνικής επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα, οφείλονται εν πολλοίς στις ευρωπαϊκές επιδράσεις.
Αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι η πρώτη πρωτοβουλία εισαγωγής της κοινωνικής επιχειρηματικότητας στη χώρα είναι αποτέλεσμα ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας για την αποασυλοποίηση των ψυχικά ασθενών. Ο νόμος 2716/1999 «Ανάπτυξη και εκσυγχρονισμός των υπηρεσιών ψυχικής υγείας και άλλες διατάξεις»,  προσδιόριζε για πρώτη φορά στην Ελλάδα την μορφή της κοινωνικής επιχείρησης με κοινωνικό σκοπό.  Με βάση το νόμο αυτό δημιουργούνται οι Κοινωνικοί Συνεταιρισμοί Περιορισμένης Ευθύνης (Κοι.Σ.Π.Ε.). Όπως αναφέρει ο Κασσαβέτης, οι Κοι.Σ.Π.Ε. δημιουργήθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος «Ψυχαργώς». Σκοπός του συγκεκριμένου προγράμματος ήταν μέσα από «ένα φάσμα δραστηριοτήτων να βοηθήσει τα άτομα με ψυχικές διαταραχές να ενσωματωθούν στην κοινότητα» (Κασσαβέτης, 2013, 65).
Η ανάπτυξη των Κοι.Σ.Π.Ε. δεν ήταν χωρίς εμπόδια. Η νέα αυτή οργανωτική μορφή αντιμετώπισε σωρεία προβλημάτων, ιδιαιτέρως την αναγνώρισή της από φορείς του δημόσιου τομέα. Παράλληλα, βέβαια, σβαρά ήταν και τα προβλήματα στην έλλειψη τεχνογνωσίας. Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό ότι ο πρώτος Κοι.Σ.Π.Ε., που ιδρύθηκε στη Λέρο, χρειάστηκε ένδεκα μήνες για να προχωρήσει στην πρώτη του Γενική Συνέλευση και στις εκλογές για Διοικητικό και Εποπτικό Συμβούλιο[2]. Παρ’ όλα τα προβλήματα όμως, όπως αναφέρει ο Μαρκουλάτος, οι Κοι.Σ.Π.Ε. είχαν την πρωτοτυπία «να αποτελούν συγχρόνως και εμπορικές επιχειρήσεις αλλά και Μονάδες Ψυχικής Υγείας που λειτουργούν για την στήριξη των μελών τους…. Ο θεσμός αυτός, που παρέχει εργασία σε ψυχικά πάσχοντες, είναι η μόνη διέξοδος προς μια λειτουργική ζωή για τα εν λόγω άτομα, τα οποία δυσκολεύονται ιδιαιτέρως να βρουν εργασία». Με άλλα λόγια συνιστούσαν το πρώτο, επιτυχημένο όπως έδειξε η πραγματικότητα, πείραμα κοινωνικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα (Μαρκουλάτος, 2008, 4).
Σήμερα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Κοι.Σ.Π.Ε. λειτουργούν 22 τέτοιοι οργανισμοί. Σε μια παρουσίαση τους, ο Ζιώμας αναφέρει ότι δραστηριοποιούνται σε αγροτικές δραστηριότητες, έχουν δημιουργήσει μια σειρά από εργαστήρια που εξειδικεύονται στη ζαχαροπλαστική, την αρτοποιία, τη συλλογή μελιού, δημιουργία ειδών τέχνης, κηροποιεία, ξυλουργεία, γραφικές τέχνες, και κατασκευή επίπλων. Επιπλέον δραστηριοποιούνται στον τομέα της εστίασης και του καθαρισμού, την ανακύκλωση, την πώληση παραδοσιακών και βιολογικών προϊόντων και αλλού. (Ζιώμας, 2010). 
Παρομοίως επηρεασμένη από το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι και τις ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις ήταν και η πορεία η οποία κατέληξε στην παρουσίαση της νομοθετική πρωτοβουλίας που αφορά στον νόμο 4019/2011 «Κοινωνική Οικονομία, Κοινωνική Επιχειρηματικότητα και λοιπές διατάξεις».
Και σε αυτή την περίπτωση, καθοριστικός παράγοντας ήταν οι ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες. Όπως αναφέρει ο Κώστας «σημαντικό εργαλείο για την ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας και της κοινωνικής επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα αποτελούν οι δραστηριότητες που αναπτύχθηκαν στα πλαίσια του πρώτου και δεύτερου κύκλου εφαρμογής της Κοινοτικής Πρωτοβουλίας Equal και των δύο αντίστοιχων Εθνικών Θεματικών Δικτύων που συγκροτήθηκαν» (Κώστας, 2013,92).
Ωστόσο, κοιτώντας κανείς τα πραγματικά αποτελέσματα που είχε η κοινοτική πρωτοβουλία βλέπει δύο βασικά ζητήματα. Η πρωτοβουλία άφησε ως κληρονομιά ένα πλουσιότατο υλικό όσον αφορά σε υποστηρικτικές μελέτες και εργαλεία αναφορικά με ζητήματα που άπτονται της ανάπτυξης της κοινωνικής επιχειρηματικότητας. Οι μελέτες αυτές καλύπτουν ένα ευρύ πεδίο θεματολογίας, από τις προτάσεις για νομικές μορφές των κοινωνικών επιχειρήσεων έως εργαλεία όπως τα επιχειρηματικά σχέδια, προτάσεις για μητρώο κ.ά.
Αφετέρου, με την φωτεινή εξαίρεση των γυναικείων αγροτικών συνεταιρισμών, οι οποίοι μάλιστα σε μεγάλο βαθμό προϋπήρχαν της πρωτοβουλίας, οι πραγματικές δομές κοινωνικής επιχειρηματικότητας που στήθηκαν ήταν εφήμερου χαρακτήρα και θνησιγενείς και δεν άφησαν πίσω τους κάποια μαγιά για την μελλοντική ανάπτυξη του τομέα στην Ελλάδα.
Αυτό, κατά τη γνώμη μας, αποτελεί και ένα μάθημα για τον περιορισμένο ρόλο που έχουν οι επιδοτήσεις και καταδεικνύει το γεγονός ότι εν τη απουσία ξεκάθαρης κοινωνικής και επιχειρηματικής στόχευσης, καθώς και κατάλληλης διοικητικής ομάδας, ο βίος κάθε κοινωνικής επιχείρησης είναι βραχύς. Η παρατήρηση αυτή άπτεται και της πραγματικότητας των κοινωνικών συνεταιριστικών επιχειρήσεων.
Μία άλλη εξέλιξη που επηρέασε την πορεία προς την διαμόρφωση του νόμου 4019/2011 ήταν η ένταξη της κοινωνικής οικονομίας ως δράση στο Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την Κοινωνική Ένταξη 2005-2006. Συγκεκριμένα στην ενότητα για τις εθνικές προτεραιότητες και μέτρα για καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού αναφέρονταν: «Στο πλαίσιο της νέας αναπτυξιακής πολιτικής θα δοθεί έμφαση στον λεγόμενο τρίτο τομέα της οικονομίας (κοινωνική οικονομία), ο οποίος συμβάλλει στην παροχή κοινωνικο-οικονομικών υπηρεσιών, οι οποίες δεν υπάγονται ούτε στο δημόσιο ούτε στον ιδιωτικό τομέα. Μελετάται το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας των φορέων κοινωνικής οικονομίας και η οριοθέτηση της έννοιας της κοινωνικής οικονομίας, των αρμοδιοτήτων του κράτους, της τοπικής αυτοδιοίκησης και των φορέων αυτού του τομέα, καθώς και το είδος των υπηρεσιών που παρέχονται από αυτούς» (Υπουργείο Απασχόλησης, 2005).
Αυτό, με τη σειρά του, οδήγησε, μεταξύ άλλων, στην ένταξη στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Ανάπτυξη Ανθρώπινου Δυναμικού 2007-2013 της συστημικής παρέμβασης «Εκπόνηση θεσμικού, κανονιστικού, διοικητικού και δημοσιονομικού πλαισίου με στόχο την προώθηση της κοινωνικής οικονομίας και τη διευκόλυνση της ίδρυσης και λειτουργίας κοινωνικών επιχειρήσεων». Η συγκεκριμένη παρέμβαση σκοπό είχε:

Ø  την εκπόνηση θεσμικού, κανονιστικού, φορολογικού και διοικητικού πλαισίου για την κοινωνική οικονομία και την κοινωνική επιχειρηματικότητα
Ø  τον προσδιορισμός κριτηρίων καθορισμού των κοινωνικών επιχειρήσεων
Ø  τον έλεγχο των κοινωνικών επιχειρήσεων
Ø  την ανάπτυξη σύγχρονων μεθόδων και εργαλείων χρηματοδότησης κοινωνικών επιχειρήσεων
Ø  την δικτύωση κοινωνικών επιχειρήσεων με δημόσιο, ιδιωτικό τομέα και ΟΤΑ
Ø  τη διερεύνηση δυνατοτήτων ανάθεσης υπηρεσιών από φορείς δημόσιου και ιδιωτικού τομέα σε κοινωνικές επιχειρήσεις. (ΕΠ,2007).

Επιπλέον, στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα, η κοινωνική επιχειρηματικότητα αναφέρονταν ως εργαλείο για την τόνωση της νεανικής και της γυναικείας επιχειρηματικότητας, καθώς και για την ένταξη στην αγορά εργασίας ευπαθών ομάδων.

Η φιλοσοφία του νόμου 4019/2011 «Κοινωνική Οικονομία, Κοινωνική Επιχειρηματικότητα και λοιπές διατάξεις»
Όπως αναφέρθηκε, στο Ευρωπαϊκό πλαίσιο, η Ελλάδα αποτελεί χώρα στην οποία η κοινωνική επιχειρηματικότητα εισάγεται με ιδιαίτερη καθυστέρηση (Balourdos,2012,3). Αρκεί να υπενθυμίσουμε ότι ο νόμος για την κοινωνική επιχειρηματικότητα εισέρχεται στο ελληνικό δίκαιο την ίδια περίπου περίοδο όπου χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ υιοθετούν παρόμοιες νομοθεσίες. Την ίδια περίοδο με την Ελλάδα, η υιοθετούν νόμους για την κοινωνική επιχειρηματικότητα η Τσεχία, η Σλοβενία και η Κροατία. Αντίθετα, άλλες ευρωπαϊκές χώρες προχώρησαν πολύ νωρίτερα σε τέτοιες δράσεις. Η Ιταλία, για παράδειγμα, διαθέτει παρόμοιο νόμο ήδη από το 1991 (EC,2015,53-54).
Πολλές είναι οι κριτικές που έχουν απευθυνθεί απέναντι στον νόμο 4019/2011. Ωστόσο, κρινόμενος από την πραγματικότητα που δημιούργησε στον χώρο της κοινωνικής οικονομίας, ο νόμος μπορεί να θεωρηθεί ως η κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης της κοινωνικής επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα. Εδώ δεν παραβλέπετε φυσικά η καθοριστική σημασία του νόμου 2716/1999 με την εισαγωγή του θεσμού των Κοι.Σ.Π.Ε.. Αλλά, λαμβάνοντας υπ’ όψιν το ενδιαφέρον στοιχείο ότι ενώ άλλες παρεμβάσεις, όπως για παράδειγμα οι πρωτοβουλίες που αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο της Equal, απεδείχθησαν θνησιγενείς, ο νόμος 4019/2011, φαίνεται να δημιουργεί δυναμικές που αντέχουν στο χρόνο. Αυτό μάλιστα, χωρίς να έχει υπάρξει το πολυαναμενόμενο πρόγραμμα επιχορήγησης των Κοιν.Σ.Επ..
Ο νόμος ενσωματώνει πολλές από τις αρχές που παρουσιάστηκαν από το Εθνικό Θεματικό Δίκτυο για την Κοινωνική Οικονομία. Συγκεκριμένα, υιοθετείται η συνεταιριστική προσέγγιση, κατά την άποψή μας ορθώς, αλλά αντί για επτά ιδρυτικά μέλη όπως ήταν η πρόταση, τελικά αυτά γίνονται πέντε (επτά παραμένουν στην περίπτωση των Κοιν.Σ.Επ. ένταξης). Επιπλέον από τις προτάσεις του Εθνικού Θεματικού Δικτύου υιοθετείται η άποψη ότι αποτελεί «συνεταιρισμό κοινωνικής ωφέλειας», του προσδίδεται η εμπορική ιδιότητα και υιοθετείται δημοκρατικό σύστημα λήψης αποφάσεων. Επιπλέον, επιβάλλεται περιορισμός στην έκταση της διανομής των κερδών, ενώ απαιτείται να είναι εμφανής ο κοινωνικός σκοπός (Εθνικό Θεματικό Δίκτυο,2007,17).
Η φιλοσοφία του νόμου είναι σαφής. Η Ελλάδα παρουσιάζει υστέρηση στο ζήτημα της κοινωνικής επιχειρηματικότητας και, συνεπώς, το κράτος αναλαμβάνει πρωτοβουλία, παρέχει «το έναυσμα, [το] θεσμικό υπόβαθρο και κίνητρα…. το κράτος ενεργοποιεί, συνδράμει, δεν αντικαθιστά…» (Υπουργείο Εργασίας, 2011).
Με την ψήφιση του νόμου εισέρχεται για πρώτη φορά στην ελληνική έννομη τάξη, η έννοια της κοινωνικής οικονομίας (Nasioulas,2011). Μάλιστα, ιδιαίτερης σημασίας είναι ότι γίνεται «αναγνώριση του τομέα της κοινωνικής οικονομίας και κοινωνικής επιχειρηματικότητας [ως] συνδυασμός επιχειρείν με την κοινή ωφέλεια και το κοινωνικό συμφέρον» (Υπουργείο Εργασίας,2011).
Ωστόσο, μία από τις πρώτες κριτικές ήταν ότι ο νόμος «δεν ορίζει την Κοινωνική Επιχειρηματικότητα, είτε µε βάση την περιγραφή του όρου, είτε µε βάση τα λειτουργικά χαρακτηριστικά του θεσμού, αλλά περιορίζεται στην εξήγηση του όρου της Κοινωνικής Οικονομίας, και τη θέσπιση της λειτουργίας των Κοινωνικών Συνεταιριστικών Επιχειρήσεων» (Τζουβελέκας, 2015), σημειώνοντας μάλιστα ότι ο Νόμος έχει παραβλέψει τα κριτήρια όπως αναφέρονται από τον Borzaga (Borzaga,2001). Ωστόσο, τόσο ο νόμος, στο άρθρο 14 όσο και η Αιτιολογική Έκθεση, αλλά και η Υπουργική Απόφαση που τον συνόδευσε, αναφέρουν ρητά τα συγκεκριμένα κριτήρια (Υ.Α. 2012).
Αυτό που διαφεύγει από όσους έχουν εξασκήσει αυτή την κριτική στο νόμο, πέρα από το γεγονός ότι δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν το σύνολο του νομικού πλαισίου, είναι το γεγονός ότι όπως ρητά αναφέρει η Αιτιολογική Έκθεση, ο τρίτος στόχος του νόμου δεν είναι άλλος από το να δώσει μια διακριτή ταυτότητα στους υφιστάμενους φορείς της κοινωνικής οικονομίας.
Εδώ πρέπει να γίνει παραδεκτό ότι ο νόμος το πέτυχε αυτό. Στα τέσσερα χρόνια υλοποίησης του νόμου έχουν λάβει χώρα εκατοντάδες εκδηλώσεις, συνέδρια, μελέτες, διδακτορικά, διπλωματικές και εκδόσεις, όπου εξετάζονται τόσο οι έννοιες της κοινωνικής επιχειρηματικότητας και της κοινωνικής οικονομίας, όσο και τα ζητήματα που άπτονται της ανάπτυξης του συγκεκριμένου τομέα. Οι συζητήσεις γύρω από το πώς δημιουργείται μια Κοιν.Σ.Επ. είναι κι αυτές εκατοντάδες. Συνεπώς, ο νόμος 4019/2011, πέραν του γεγονότος ότι διέθεσε μια συγκεκριμένη μορφή κοινωνικής επιχείρησης για όσους ήθελαν να επιχειρήσουν κάτι στον τομέα της κοινωνικής οικονομίας, άνοιξε επίσης έναν ευρύ διάλογο σε επίπεδο κοινωνίας, θεσμών και τοπικής αυτοδιοίκησης για τα ζητήματα της κοινωνικής επιχειρηματικότητας.
Επιπλέον, σημαντικό στοιχείο στην ενίσχυση της ταυτότητας του τομέα της Κοινωνικής Οικονομίας είναι αυτό που επιχειρεί ο νόμος με τη διαμόρφωση ενός νέου θεσμού, του Γενικού Μητρώου Κοινωνικής Οικονομίας. Μάλιστα, και εδώ, επιδεικνύει γνώση της ευρωπαϊκής εμπειρίας και γι’ αυτό ο νόμος ξεπερνώντας το τυπικό κριτήριο, παραβλέπει τη νομική μορφή του φορέα που εντάσσεται στο Μητρώο και θέτει ως προϋπόθεση ένταξης το κατά πόσον ο συγκεκριμένος φορέας ανταποκρίνεται σε συγκεκριμένα κριτήρια, που είναι κοινά αποδεκτά σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Ένα άλλο στοιχείο που θα στήριζε την ανάδειξη της ταυτότητα του τομέα της κοινωνικής οικονομίας και της  κοινωνικής επιχειρηματικότητας –εάν λειτουργούσε– είναι το προβλεπόμενο Ταμείο Κοινωνικής Οικονομίας. Υπάρχει στον νόμο μια κομβικής σημασίας διάταξη, το Άρθρο 13, που δυστυχώς δεν έχει τύχει σχολιασμού από τους μελετητές, που επιτάσσει ότι σε περίπτωση διάλυσης μιας Κοιν.Σ.Επ., η περιουσία της περιέρχεται στο Ταμείο Κοινωνικής Οικονομίας. Η διάταξη προωθεί ένα χαρακτηριστικό που συνιστά ειδοποιό διαφορά Κοιν.Σ.Επ. και συνεταιρισμού και είναι αυτό που αναδεικνύει την ιδιαίτερη ταυτότητα των Κοιν.Σ.Επ. δίνοντας βαρύτητα στην κοινωνική τους διάσταση.
Ο νόμος προκρίνει τρεις τομείς παρέμβασης για τις Κοινωνικές Συνεταιριστικές Επιχειρήσεις, καθιστώντας έτσι σαφές ποιοι τομείς παρέμβασης αποτελούν προτεραιότητα για την πολιτεία. Ο πρώτος αφορά στην ένταξη ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού, ενσωματώνοντας έτσι στο ελληνικό δίκαιο την πλούσια ευρωπαϊκή εμπειρία των κοινωνικών επιχειρήσεων εργασιακής ένταξης (Bode,2006). Ο δεύτερος αφορά στην κοινωνική φροντίδα, όπου υπόρρητα αναγνωρίζεται η αδυναμία του ελληνικού κοινωνικού κράτους, τόσο λόγο ιστορικής εξέλιξης όσο και λόγω κρίσης, να ανταποκριθεί σε όλο το φάσμα των αναδυόμενων κοινωνικών αναγκών. Τέλος, ο τρίτος τομέας αφορά στην ενίσχυση της τοπικής ανάπτυξης και τοπικής κοινωνικής συνοχής, αναγνωρίζοντας –υπόρρητα πάντα- τα σημαντικά προβλήματα που έχει επιφέρει η στρεβλή οικονομική ανάπτυξη των παρελθόντων ετών στο περιφερειακό και τοπικό επίπεδο. 
Μια άλλη κριτική που έχει απευθυνθεί απέναντι στο νόμο είναι ότι είναι «γραφειοκρατικός». Όμως, περισσότερα γι’ αυτό παρακάτω.
Η δυναμική, τα προβλήματα και οι εξελίξεις έως τον Νόμο 4430/2016
Η ανάλυσή μας εδώ θα επικεντρωθεί στα ποσοτικά στοιχεία και μετά θα ακολουθήσει η ποιοτική ανάλυση αναφορικά με τις επιπτώσεις που είχε ο νόμος στον τομέα της κοινωνικής επιχειρηματικότητα. Επιπλέον θα παρουσιαστούν στοιχεία για άλλες μορφές φορέων της κοινωνικής οικονομίας. Η ψήφιση του νόμου 4430/2016 θεωρούμε ότι αποτελεί ένα καλό σημείο τομής για απολογισμό της έως σήμερα κατάστασης.
Ωστόσο, πριν παρατεθούν τα στοιχεία από αναφορικά με τις Κοιν.Σ.Επ., για να υπάρχει μια πιο συνολική εικόνα του χώρου της κοινωνικής οικονομίας, θα παρουσιαστούν και στοιχεία που αφορούν και τους άλλους φορείς. Μια γενική εικόνα προκύπτει από τον παρακάτω πίνακα:
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Αριθμός επιχειρήσεων
Αριθμός θέσεων εργασίας
Αριθμός μελών
Συνεταιρισμοί και άλλες παρόμοιες επιχειρήσεις-Σύνολο
7.197
14.983
1.052.785
Συνεταιριστικές τράπεζες
25
1.238
196.179
Αγροτικοί συνεταιρισμοί
6.376
11.300
713.714
Συνεταιρισμοί υδραυλικών
33
200
2.500
Συνεταιρισμοί ηλεκτρολόγων
23
200
600
Οικιστικοί συνεταιρισμοί
545
-
120.242
Αγροτουριστικού συνεταιρισμοί γυναικών
130
100
2.000
Συνεταιρισμοί φαρμακοποιών
41
1500
5.500
Κοι.Σ.Π.Ε.
16
400
2.000
Συνεταιρισμοί Αμοιβαίας Ασφάλισης
7
40
5.500
Ναυτικοί συνεταιρισμοί αμοιβαίας ασφάλισης και συναφή-Σύνολο
11
1.140
180.00
Ταμεία αλληλοβοήθειας
4
1.100
150.000
Ταμεία επαγγελματικής ασφάλισης
7
40
30.000
Ενώσεις, ιδρύματα και άλλοι μη κερδοσκοπικοί και εθελοντικοί οργανισμοί-Σύνολο
50.600
101.000
1.500.000
Ενώσεις γενικά
50.000
100
1.500.00
Ιδρύματα
600
1000
-
Πηγή: Νασιούλας, 2012

Παράλληλα αξίζει να δούμε πώς αποτυπώνεται ο χώρος των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων την ίδια περίπου περίοδο από τον Αφουξενίδη (Αφουξενίδης,2014).
Κατηγορίες ενεργών ΜΚΟ
Κατηγορία φορέα
Πλήθος
Ποσοστό %
Περιβάλλον-αειφορία
38
18,9
Υγεία-πρόνοια
34
16,9
Νεολαία-παιδική προστασία
31
15,4
Ανθρώπινα δικαιώματα
16
8
Κοινωνική αλληλεγγύη
14
7
Ανθρωπιστική βοήθεια
13
6,5
Άτομα με αναπηρία
13
6,5
Έρευνα – Εκπαίδευση
12
6
Μειονότητες-Μετανάστες-Πρόσφυγες
11
5,5
Πολιτισμός-Τέχνες
8
4
Αναπτυξιακή Δράση
6
3
Προστασία και Κατανάλωση
5
2,5
Σύνολο
201
100

Αναφορικά με τον τομέα της κοινωνικής επιχειρηματικότητας, επισημαίνεται ότι ο νόμος 4019/2011 άρχισε πρακτικά να υλοποιείται το 2012, τέσσερα χρόνια μετά την εμφάνιση της κρίσης στη χώρα μας. Μια από τις πιο αξιοσημείωτες συνέπειες της εφαρμογής του ήταν το γεγονός της εκρηκτικής αύξησης του αριθμού των κοινωνικών συνεταιριστικών επιχειρήσεων. Το Μητρώο Κοινωνικής Οικονομίας άρχισε να λειτουργεί από την Άνοιξη του 2012, με την πρώτη Κοιν.Σ.Επ. να εγγράφεται σε αυτό τον Απρίλιου του 2012. Στα τέλη του ιδίου έτους είχαν εγγραφεί στο Μητρώο 105 Κοιν.Σ.Επ. 280 ήταν οι Κοιν.Σ.Επ. που εγγράφηκαν το 2013 και 312 το 2014. Ο αριθμός των εγγραφών περιορίστηκε σε 269 το 2015 λόγω της πιο αυστηρής εξέτασης των κριτηρίων εγγραφής (Glaveli & Geormas,2016). Σήμερα ο αριθμός των εγγραφών ανέρχεται σε 1221.
Για να υπάρχει πάντως και ένα μέτρο σύγκρισης, αναφέρεται το παράδειγμα της Φιλανδίας, η οποία κινήθηκε με πολύ πιο προσεκτικά βήματα στο συγκεκριμένο τομέα και με ελεγκτικούς μηχανισμούς που λειτουργούν. Εκεί, ο νόμος για τις κοινωνικές επιχειρήσεις εισήχθη το 2003. Ο αριθμός τους σήμερα είναι 154. Παράλληλα, ο αριθμός των συνεταιρισμών είναι 1591 (EC,2014b)
Η κατάσταση ως την ψήφιση του νέου νόμου είχε ως εξής[3]:
ΓΕΝΙΚΟ ΜΗΤΡΩΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
Κοιν.Σ.Επ.
Εκ των οποίων Κοι.Σ.Π.Ε
Εκ των οποίων διαγραμμένες
Σύνολο εγγραφών
Ένταξης

19
7
56
Κοινωνικής Φροντίδας

46
118
Συλλογικού και Παραγωγικού Σκοπού
278
1031
Σύνολο Κοιν.Σ.Επ.

331
1.205
Άλλοι Φορείς Κοινωνικής Οικονομίας
1
16
Σύνολο εγγραφών

332
1221

Μάλιστα, η κατανομή των Κοιν.Σ.Επ. έχεις ως εξής: Στην πρώτη κατηγορία, αυτή της ένταξης, ανήκει το 4,5% του συνόλου των εγγεγραμμένων επιχειρήσεων. Στην κατηγορία της Κοινωνικής Φροντίδας ανήκει το 9,7%, ενώ ένα συντριπτικό ποσοστό 86,8% ανήκει στην κατηγορία Συλλογικού και Παραγωγικού Σκοπού.  Όσον αφορά τις δραστηριότητες που παρατηρούνται στις εγγεγραμμένες στο Μητρώο Κοιν.Σ.Επ. παρατηρείται ότι, το ποσοστό αυτών της Κοινωνικής Ένταξης είναι πολύ μικρό εάν αναλογιστεί κανείς τα αυξημένα ποσοστά κίνδυνου κοινωνικού αποκλεισμού και φτώχειας που παρουσιάζει η χώρα τα τελευταία χρόνια (Τσούτσουρα, 2015, 39-41). Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι μολονότι οι Κοιν.Σ.Επ. Ένταξης δεν αντιμετωπίζουν νομικά προβλήματα αναφορικά με τη σύναψη απευθείας αναθέσεων από δημόσιους οργανισμούς, η ανάπτυξή τους δεν είναι η αναμενόμενη. Κατά την άποψή μας, σημαντικό ρόλο έπαιξε το γεγονός ότι η σύστασή τους απαιτεί υψηλά επίπεδα διοικητικής οργάνωσης και αφοσίωσης, αφού απαιτείται πέραν της διοικητικής και εμπειρία σε επίλυση συγκρούσεων και αποσόβηση συγκρούσεων μεταξύ διαφορετικών ειδών προσωπικού (Balourdos,2012,5). Κατά δεύτερον, η αβουλία των τοπικών αρχών να προωθήσουν τέτοιου τύπου Κοιν.Σ.Επ., που ενώ νομικά δεν είχαν πρόβλημα, απαιτούσαν μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, αφοσίωση πόρων και τεχνογνωσία. Επιπλέον, το νεαρόν του θεσμού των Κοιν.Σ.Επ. και η μη ξεκαθαρισμένη στάση της Πολιτείας (ή καλύτερα των εκάστοτε κυβερνήσεων) δημιουργεί δισταγμούς υιοθέτησης αυτής της μορφής σε φορείς  όπως οι γονείς των ΑμεΑ, οι οποίοι σχεδιάζουν με ορίζοντα τη ζωή των παιδιών τους και όχι της εκάστοτε κυβερνητικής θητείας. Είναι όμως ενδεικτικό της ποιότητας της κοινωνικής επιχειρηματικότητας που αναπτύσσεται στη χώρα, ότι ο κατ’ εξοχήν θεσμός κοινωνικού σκοπού, η Κοιν.Σ.Επ. ένταξης, παραμένει υποανεπτυγμένος.

Η χρονολογική ροή εγγραφών στο Μητρώο των Κοιν.Σ.Επ. Ένταξης έχει ως εξής:
Χρονολογική ροή εγγραφών στο Μητρώο Κοιν.Σ.Επ. Ένταξης
2012
2013
2014
2015
2016
3
7
8
17
4

Οι Κοιν.Σ.Επ Κοινωνικής Φροντίδας παρουσιάζουν μια διαφορετική δυναμική. Ενώ το 2012 εγγράφησαν στο Μητρώο 20 Κοινωνικής Φροντίδας το 2013 ο αριθμός εγγραφών διπλασιάστηκε σε 42. Την επόμενη χρονιά, το 2014, οι εγγραφές ήταν μόλις 24, 25 το 2015 και οκτώ το 2016. Οι λόγοι για τους οποίους παρατηρείται αυτό θεωρούμε ότι είναι δύο. Ο πρώτος έχει να κάνει με την διατήρηση του ιδίου καθεστώτος στο πρόγραμμα «Βοήθεια στο σπίτι». Ο δεύτερος λόγος είναι η προβληματική εφαρμογή των προγραμματικών συμβάσεων με αντισυμβαλλόμενους το δημόσιο ή τον ευρύτερο δημόσιο τομέα και τους Ο.Τ.Α.
Προφανώς, η μεγαλύτερη κατηγορία, είναι αυτή του Συλλογικού και Παραγωγικού Σκοπού, όπου ο αριθμός ξεπερνά τις χίλιες. Στην κατηγορία αυτή οι δράσεις είναι ποικίλες και είναι κυρίως εμπορικές δράσεις, πολιτιστικές δράσεις, καφενεία, υπηρεσίες περιβαλλοντικής εκπαίδευσης μέχρι και υπηρεσίες πλυσίματος ρούχων ή εμπόριο καυσόξυλων, αλλά και μεταξοτυπίες, κατασκευή κοσμημάτων και καθαρισμοί κτιρίων (Τσούτσουρα,2015, Balourdos,2012). Μάλιστα σε μια έρευνα που έγινε από την Βαϊράμη και αφορούσε δείγμα 69 Κοιν.Σ.Επ. προέκυψε ότι 22,1% δραστηριοποιούταν στο εμπόριο, 20,6% στον πολιτισμό, 16,2% στην εκπαίδευση, 11,8% στις υπηρεσίες κοινωνικής φροντίδας και τέλος 10,3% στο περιβάλλον (Βαϊράμη, 2015,93).
Ωστόσο αξίζει εδώ να αναφερθούν κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Ένας σημαντικός αριθμός από τις Κοιν.Σ.Επ. Συλλογικού και Παραγωγικού είναι κατά βάση γυναικείοι συνεταιρισμοί. Τον δρόμο άνοιξε η Κοιν.Σ.Επ. Μούσες Πιερίων, η οποία ήταν και η πρώτη εγγραφείσα Κοιν.Σ.Επ. στο Μητρώο Κοινωνικής Οικονομίας. Την ακολούθησαν πολλές άλλες, όπως η Μυγδονία στη Χαλκιδική, η Παναγιά Υπαπαντή στην Κάλυμνο, η Γενισσέα και η Συνεργώ Κοινωνικά στην Ξάνθη, Κοιν.Σ.Επ. που παρουσιάζουν πλούσιο έργο.
Γενικότερα, το μοντέλο της Κοιν.Σ.Επ. φαίνεται να έχει απήχηση σε δραστηριότητες του πρωτογενούς τομέα αφού είναι πολλές –και βιώσιμες- οι Κοιν.Σ.Επ που δραστηριοποιούνται σε αυτό τον τομέα. Αναφέρονται χαρακτηριστικά η Κερκίνης Γη, η Μοδούσα στη Μυτιλήνη, η Γη Θεσσαλίς στην Λάρισσα.
Μεγάλος, τελικά, είναι και ο αριθμός των Κοιν.Σ.Επ. που δραστηριοποιούνται υλοποιώντας δράσεις προς εξυπηρέτηση αναγκών σε επίπεδο δήμων. Παρ’ όλο που το Ελεγκτικό Συνέδριο έκρινε κάποιες από τις προγραμματικές συμβάσεις που είχαν συναφθεί μεταξύ δήμων και Κοιν.Σ.Επ. ως παράνομες, είναι πάνω από ογδόντα οι περιπτώσεις όπου τέτοιες συμβάσεις είναι ενεργές. Από ωδεία έως συνεργεία καθαρισμού δημόσιων χώρων και περιποίησης κήπων και από τη λειτουργία των κοινωνικών ιατρείων έως τους βρεφονηπιακούς ή και χιονοδρομικά κέντρα, το εύρος των συνεργασιών είναι τόσο μεγάλο, ώστε διαμορφώνει μια νέα πραγματικότητα από μόνο του.
Πάντως, οι αριθμοί από μόνοι τους δεν αποτελούν και τον καταλληλότερο δείκτη για την εξαγωγή συμπερασμάτων. Είναι αναγκαία μια ενδελεχής μελέτη της πορείας των Κοινωνικών Συνεταιριστικών Επιχειρήσεων, όχι απλώς με ερωτηματολόγια, γιατί η εμπειρία έχει δείξει ότι ενίοτε οι απαντήσεις σε αυτά δεν αντιστοιχούν με τα όσα συμβαίνουν στην πραγματικότητα.
Εδώ θα αρκεστούμε σε κάποιες πρώτες παρατηρήσεις.
Όπως επισημαίνουν οι Νασιούλας και Μαυροειδής (Nasioulas & Mavroidis,2013),  το μοντέλο της Κοιν.Σ.Επ. τείνει να υιοθετείτε ως επιχειρηματική μορφή μια σειρά από λόγους. Ένας από αυτούς είναι ότι
«υποφέρουν από έντονο ισομορφισμό προς τις ΜΚΟ, και ακόμα πιο απογοητευτικό είναι ότι ομοιάζουν με εκείνες τις ΜΚΟ που παρανομούσαν, προσανατολισμένες στις επιδοτήσεις, αυτές τις ΜΚΟ που παραγκωνίζουν και διαστρέφουν τον ελληνικό εθελοντικό τομέα την περασμένη δεκαετία. Κοιτάζοντας τα καταστατικά τους, ανευρίσκει κανείς όλα τα είδη πρωταρχικών στόχων και ιδιαιτέρως στόχους που δεν συνεπάγονται ιδιαίτερη κινητοποίηση κεφαλαίου ή εξοπλισμού, σε μια προσπάθεια να τα «πιάσουν όλα» και να είναι έτσι έτοιμες για προγράμματα επιδοτήσεων ή για επιχορηγήσεις από τις τοπικές αρχές».
Χαρακτηριστική περίπτωση, Κοιν.Σ.Επ. που φαίνεται να επηρεάζεται από το μικρόβιο των Μ.Κ.Ο. και να προσανατολίζεται προς τις χρηματοδοτήσεις που ρέουν προς αυτές από διάφορα κέντρα είναι η περίπτωση Κοιν.Σ.Επ. η οποία με τη βοήθεια γερμανικού ιδρύματος δραστηριοποιούνταν στο τομέα του περιβάλλοντος και βρέθηκε πρόσφατα να χρηματοδοτείται για ξενώνα προσφύγων.
Στην ίδια μελέτη παρατίθενται και κάποιες άλλες παρατηρήσεις για τους λόγους δημιουργίας Κοιν.Σ.Επ.. Έτσι αναφέρεται ότι προτιμώνται διότι έχοντας ελάχιστες απαιτήσεις ως επιχειρήσεις, έχουν μηδενικό κόστος σύστασης και υποκαθιστούν σε μεγάλο βαθμό το μοντέλο της οικογενειακής επιχειρήσεις. Επιπρόσθετα, δεν δεσμεύουν μεγάλα κεφάλαια στη λειτουργία της Κοιν.Σ.Επ., δεν παρουσιάζουν απασχόληση, και δεν παρουσιάζουν πολλά μέλη.
Πράγματι, η μελέτη των στοιχείων του Μητρώου αναδεικνύει ένα χαρακτηριστικό που όπως έχει οριστεί στην διεθνή βιβλιογραφία ονομάζεται επιχειρηματικότητα ανάγκης. Αναφορικά με το ζήτημα της επιχειρηματικότητας ανάγκης ο Poschke παρατηρεί ότι τα κύρια χαρακτηριστικά της επιχειρηματικότητας ανάγκης είναι η ελάχιστη απασχόληση, το γεγονός ότι οι προσδοκίες μεγέθυνσης της επιχείρησης είναι μηδαμινές και γενικότερα, το χαμηλότερο εκπαιδευτικό επίπεδο αυτών που την συστήνουν (Poschke, 2010).
Σε αυτό βέβαια η ανάπτυξη των Κοιν.Σ.Επ. ακολουθεί τάσεις που παρατηρούνται και στον «τομέα της αγοράς». Όπως αναφέρεται σε μελέτη του ΙΟΒΕ για την επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα, στην πράξη, συγκριτικά με άλλες χώρες, η συνεχιζόμενη ύφεση οδηγεί περισσότερους πολίτες στον επιχειρηματικό στίβο από ανάγκη, παρά για λόγους αξιοποίησης πραγματικών επιχειρηματικών ευκαιριών. Η ελληνική επιχειρηματικότητα που κινητοποιείται από τον εντοπισμό ευκαιριών (30,5%) κινείται σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα από τον μέσο όρο των χωρών καινοτομίας (54,9%), ενώ, στον αντίποδα, το ποσοστό επιχειρηματικής δραστηριοποίησης στην Ελλάδα λόγω ανάγκης (43,6%) κινείται σε πολύ υψηλότερα επίπεδα συγκριτικά με τον μέσο όρο των χωρών καινοτομίας (23,9%). Δεν είναι τυχαίο ότι η Ελλάδα σε όρους επιχειρηματικότητας ευκαιρίας βρίσκεται στη τελευταία θέση της κατάταξης μεταξύ των χωρών καινοτομίας μελών της Ε.Ε. και στην πρώτη θέση της κατάταξης σε όρους επιχειρηματικότητας ανάγκης. (ΙΟΒΕ,2016,1-2)
Ένα άλλο στοιχείο που συνηγορεί στην παραπάνω άποψη είναι η ηλικία όσων εμπλέκονται με την κοινωνική επιχειρηματικότητα. Σε μία έρευνά της στο Μητρώο Κοινωνικής Οικονομίας η Αδάμ (Αδάμ,2014) παρουσιάζει τα παρακάτω στοιχεία:
Ηλιακή κατηγορία ιδρυτικών μελών







Σύνολα
>25
25-29
30-34
35-39
40-44
45-64
<65

191
405
445
417
361
994
82
100%
7%
14%
15%
14%
13%
34%
3%
2.895

Προς επίρρωση των παραπάνω υπάρχουν και τα στοιχεία που αφορούν τον αριθμό των συνεταιριστικών μελών. Τα στοιχεία αποδεικνύουν και πάλι ότι τουλάχιστον οι μισές Κοιν.Σ.Επ. δημιουργούνται με τον ελάχιστο αριθμό μελών, δηλαδή τα πέντε άτομα. Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει η Αδάμ (Αδάμ, 2014), όσο και εμείς από μια ανάλυση των στοιχείων του Μητρώου όπου από τις 840 εγγεγραμμένες Κοιν.Σ.Επ. οι 418 είχαν τον ελάχιστο αριθμό μελών, δηλαδή πέντε. (Στοιχεία του Μητρώου έως 04.09.2015). Επιπλέον, σύμφωνα με την ίδια βάση στοιχείων, το 67% των Κοιν.Σ.Επ. είχε συνεταιριστική μερίδα κάτω των 100 ευρώ.
Και, αναφορικά με την απασχόληση, είναι κυρίαρχο το φαινόμενο να παρουσιάζουν κάποιον αριθμό απασχολουμένων κατά κύριο λόγο, οι Κοιν.Σ.Επ. οι οποίες έχουν υπογράψει προγραμματική σύμβαση με ένα δήμο ή άλλον δημόσιο φορέα (Glaveli & Geormas, 2016). Αντιθέτως, οι περισσότερες είτε δεν παρουσιάζουν απασχόληση, είτε παρουσιάζουν έναν με δύο απασχολούμενους. Μάλιστα σύμφωνα με μια έρευνα του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Α.Π.Θ. (Αριστοτέλειο,2015), το 37% των Κοιν.Σ.Επ. του δείγματος απάντησε ότι δεν διαθέτει εργαζόμενους, το 35% ότι διαθέτει 1-3 τουλάχιστον που είναι μέλη της Κοιν.Σ.Επ. και το 45% ότι διαθέτει έναν τουλάχιστον εργαζόμενο που δεν είναι μέλος. Μάλιστα στο ερώτημα του ποιος είναι ο κοινωνικός σκοπός της Κοιν.Σ.Επ. ένα 78% απάντησε ότι είναι η διασφάλιση απασχόλησης στα μέλη της.
Από τα παραπάνω, προκύπτει το συμπέρασμα ότι ο κοινωνικός στρατηγικός προσανατολισμός αυτών των επιχειρήσεων είναι μάλλον αδύναμος. Επίσης, αδύναμος είναι και ο κοινωνικός τους αντίκτυπος.
Εδώ θα θέλαμε να παραθέσουμε τρεις ακόμα παρατηρήσεις. Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα στην ανάπτυξη της κοινωνικής επιχειρηματικότητας στη χώρα είναι ότι χώρος αποτελεί πεδίο δράσης ανθρώπων που δεν αγαπούν το αντικείμενο και απλά το βλέπουν ως πεδίο εύκολης απόκτησης εισοδήματος. Δικηγόροι που δεν είχαν διαβάσει ούτε το νομικό πλαίσιο, λογιστές που «αναλάμβαναν» όλες τις διαδικασίες λειτουργίας της Κοιν.Σ.Επ. συμβουλάτορες που σφετερίζονταν την ανάγκη για συνεύρεση των Κοιν.Σ.Επ., πολιτικά μειράκια που με βοήθεια γερμανικών ιδρυμάτων ξαφνικά έγιναν εμπειρογνώμονες του χώρου. Δεν είναι τυχαίο ότι με την δημοσίευση της πρόσκλησης για τους περιφερειακούς μηχανισμούς υποστήριξης, γέμισε η χώρα δίκτυα και παρατηρητήρια τα οποία διεκδικούσαν μερίδιο της πίτας και τα οποία διελύθησαν εις τα εξ ων συνετέθην άμα της απόσυρσης της πρόσκλησης.
Η εμπειρία στο Μητρώο ήταν ενίοτε απογοητευτική. Ως γνωστόν ένα από τα χαρακτηριστικά των κοινωνικών επιχειρήσεων είναι ότι «Οι επιχειρήσεις της κοινωνικής οικονομίας χαρακτηρίζονται από την έντονη προσωπική εμπλοκή των μελών στη διοίκηση της επιχείρησης» (Ευρωπαϊκή Επιτροπή,2013). Ωστόσο, οι Κοιν.Σ.Επ. στις οποίες τα ίδια τα μέλη αναλάμβαναν την πραγματική διοίκηση της επιχείρησης αποτελούν την μειοψηφία, με την πλειοψηφία να έχει εναποθέσει σε δικηγόρους και λογιστές αυτή την λειτουργία (Γεώρμας,2014).
Δεν πρέπει βέβαια να παραγνωρίζεται ότι δεν έλαβαν χώρα και σοβαρές προσπάθειες στήριξης του θεσμού. Αξίζει να αναφερθεί η δουλειά της Δομής Υποστήριξης Οργανώσεων της Κοινωνικής Οικονομίας και Επιχειρηματικότητας στην Καβάλα (Τσουκαλίδης,2014), του Επιχειρώ Κοινωνικά του Δήμου Αθηναίων, του Impact Hub και του British Council (European Commission,2015,6-8), το Δίκτυο Αναπτυξιακών Συμπράξεων Κρήτης και βέβαια η δουλειά τόσο της Ειδικής Υπηρεσίας για την Κοινωνική Οικονομία και την Κοινωνική Ένταξη όσο και του Μητρώου Κοινωνικής Οικονομίας.
Τα γεγονός ότι αρκετές Κοιν.Σ.Επ. αναθέτουν σε τρίτους τη διαχείριση της λειτουργία τους είναι ιδιαίτερης σημασίας, γιατί συνάδει και με μία διάσταση της Κοινωνικής Συνεταιριστικής Επιχείρησης που δεν έχει λάβει την πρέπουσα σημασία. Και αυτή δεν είναι άλλη από το γεγονός ότι είναι «συνεταιρισμός». Η λειτουργία της είναι αποτέλεσμα του ότι κάποιοι άνθρωποι συνευρίσκονται, συμπράττουν  κοινοτικά,  συζητούν μαζί, διαμοιράζουν το ρίσκο μέσα από την κοινή προσπάθεια.
Το γεγονός της απουσίας του πνεύματος του συνεταιρίζεσθε σε πολλές Κοιν.Σ.Επ. –αλλά και σε πολλούς που γράφουν γι’ αυτές- φαίνεται και από την παρατήρηση που διατυπώνεται πολλές φορές ότι οι διαδικασίες των Κοιν.Σ.Επ. είναι «γραφειοκρατικές». Στην πράξη αυτή η παρατήρηση υπονοεί ότι δεν θα έπρεπε να καταγράφονται οι συνεδρίες της Διοικούσας Επιτροπής, ότι δεν θα έπρεπε να κατατίθεται ο ετήσιος απολογισμός-προγραμματισμός, και συνεπώς να μην γίνεται ούτε καν η ετήσια γενική συνέλευση! Με άλλα λόγια η Κοιν.Σ.Επ. θα έπρεπε να είναι μια μικρή επιχείρηση όπως όλες οι άλλες!
Τέλος, το τρίτο σημείο που χρήζει σχολιασμού είναι η επαναλαμβανόμενη απαίτηση για την αποφυγή φορολόγησης των κερδών. Πράγματι, εάν το αίτημα αφορούσε τα κέρδη που επενδύονται για το σκοπό της Κοιν.Σ.Επ., θα ήταν ένα δίκαιο και λογικό αίτημα. Όμως, σε πολλές συναντήσεις και συζητήσεις, η αναφορά γίνεται για τα εν γένει κέρδη της Κοιν.Σ.Επ. Γεγονός, που σε συνδυασμό με την απουσία απασχόλησης σε μερικές Κοιν.Σ.Επ. υποκρύπτει άλλου τύπου σκοπιμότητες για την επιλογή αυτής της επιχειρηματικής μορφής.
Τα παραπάνω, συνιστούν στοιχεία που εξηγούν, εν μέρει, και τον μεγάλο αριθμό διαγραφών που παρατηρείται
Πάντως δεν πρέπει να παραγνωρίζεται το εύρος των δραστηριοτήτων των Κοιν.Σ.Επ. Για παράδειγμα , στον τομέα της Κοινωνικής Φροντίδας, η πλειοψηφία των επιχειρήσεων δραστηριοποιείται στον τομέα παροχής υπηρεσιών φροντίδας παιδιών και μέριμνας για τους ηλικιωμένους και τα ΑΜΕΑ, ενώ λίγες είναι αυτές που δραστηριοποιούνται στον τομέα της υγείας. Στην τρίτη κατηγορία (Συλλογικού και Παραγωγικού Σκοπού,) η πλειοψηφία των επιχειρήσεων αυτών δραστηριοποιείται στους τομείς του πολιτισμού,  του τουρισμού και του περιβάλλοντος. Πιο συγκεκριμένα παρατηρούνται δράσεις στους τομείς προστασίας και διατήρησης πολιτιστικής κληρονομίας,  τοπικής πολιτιστικής ανάπτυξης, τουριστικών υπηρεσιών σε τοπικό επίπεδο, διαχείριση και λειτουργιά καταστημάτων και επιχειρήσεων σε τοπικό επίπεδο. Επίσης ένας αριθμός Κοιν.Σ.Επ δραστηριοποιείται σε δράσεις ανακύκλωσης, διαχείρισης απορριμμάτων και υπηρεσιών πρασίνου.  Πάντως πρέπει να επισημανθεί ότι παρατηρείται έλλειψη επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε τομείς που έχουν να κάνουν με την τεχνολογία όπως νέες πληροφοριακές και επικοινωνιακές τεχνολογίες. Επίσης παρατηρείται μεγάλος αριθμός που έχουν ως δραστηριότητα τα καφενεία ή την εστίαση και αρκετές είναι τα παραδοσιακά μπακάλικα (Τσουτσουρά,2015).
Συμπεράσματα
Προφανώς η δυναμική που έχει αναπτυχθεί στον τομέα της κοινωνικής επιχειρηματικότητας δεν έχει φθάσει σε αυτό που οραματιζόταν η Steering Committtee το 2013:
«Με στόχο την ανάπτυξή της και τη δυνατότητα να διαδραματίσει ένα ρόλο στην διαδικασία μετασχηματισμού, η νηπιώδης ελληνική κοινωνική οικονομία και οι κοινωνικές επιχειρήσεις έχουν ανάγκη αναδιαμόρφωσης, αναπροσανατολισμού και ενδυνάμωσης προς την κατεύθυνση των κοινωνικών αναγκών ως τον πρωταρχικό τους αντικειμενικό σκοπό. Αυτό θα απαιτήσει πολιτιστική αλλαγή με την προώθηση της αξίας της συνεργασίας, της αλληλεγγύης, της βιωσιμότητας και της αφοσίωσης στην ανάπτυξη της κοινότητας. Διαρθρωτικές αλλαγές που θα διασφαλίσουν την ανεξαρτησία από την πολιτική και από κερδοσκόπους επενδυτές, οικονομική αλλαγή με την είσοδο σε νέες μορφές επιχειρηματικών διασυνδέσεων μεταξύ κοινωνικής οικονομίας και οργανισμών και με τις τυπικές επιχειρήσεις» (Steering Committee, 2013,v).  
Όπως παρατηρεί ο Ζιώμας, είναι πολλοί οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν αναφορικά με την ανάπτυξη της κοινωνικής επιχειρηματικότητας στη χώρα. Όπως επισημαίνει σε μια παρέμβασή του, αυτοί οι κίνδυνοι είναι η προσπάθεια εκμετάλλευσης των δημόσιων πολιτικών από παράγοντες και οργανώσεις που συμπεριφέρονται καιροσκοπικά και κερδοσκοπικά. Σε συνάφεια με αυτό διακρίνει τον κίνδυνο της άμβλυνση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της κοινωνικής οικονομίας (νόθευση των αξιών της). Και, το κυριότερο ότι υφίσταται ο κίνδυνος παγίωσης ενός μοντέλου που δεν έχει ενδιαφέρον για την επίτευξη του κοινωνικού σκοπού (Ζιώμας,2014). Παράλληλα, ο Νασιούλας, μας προτρέπει να μην ξεχνάμε ότι «η εισαγωγή καινοτόμων μορφών κοινωνικών συνεταιρισμών θα πρέπει λοιπόν να διερευνηθεί όχι μόνον ως μια λειτουργική συνεισφορά στην δόμηση της κοινωνικής οικονομίας στην Ελλάδα, αλλά επίσης ως μια άμεση ενίσχυση της δυνατότητας αυτοοργάνωσης στη δημόσια σφαίρα (Nasioulas,2012).
Υπάρχουν κάποια σημαντικά ζητήματα που πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν για την περαιτέρω ανάπτυξη της κοινωνικής επιχειρηματικότητας και αναφέρονται σε συγκεκριμένα πολιτιστικά χαρακτηριστικά που επηρεάζουν αρνητικά την ανάπτυξη της κοινωνικής επιχειρηματικότητας στη χώρα μας. Η κοινωνία των πολιτών δεν παρουσιάζει τη δυναμική που παρατηρείται σε άλλες χώρες, ιδιαίτερα όσον αφορά την αυτόνομη διαμόρφωση θεσμών. Ο ιδιάζων και καταστροφικός ατομικισμός που αναπτύχθηκε τις τελευταίες δεκαετίας, η διαφθορά και η απουσία συλλογικής εθνικής συνείδησης, και συνεπώς η διάβρωση της ιδέας του συλλογικού οφέλους και του κοινού καλού στέκονται εμπόδια στην υγιή ανάπτυξη της κοινωνικής επιχειρηματικότητας.
Επιπλέον, σήμερα, ελλοχεύει ένας σημαντικός κίνδυνος για την κοινωνική επιχειρηματικότητα,. Και εδώ το πάθημα των  αγροτικών συνεταιρισμών πρέπει να γίνει μάθημα. «Η μεγαλύτερη ζημιά που υποφέρουν οι αγροτικοί συνεταιρισμοί αναφέρεται στην εικόνα που έχει δημιουργηθεί στους πολίτες εν γένει περί αυτών. Για τον απλό πολίτη, οι συνεταιρισμοί είναι συνώνυμο της επιχειρηματικής αποτυχίας, των επιχειρήσεων που είναι εξαρτημένες από την κυβέρνηση και επιβιώνουν με επιδοτήσεις» μας συμβουλεύει ο Παπαγεωργίου (Παπαγεωργίου,2010).
Επίσης, ένας άλλος παράγοντας που αποτρέπει την πλήρη ανάπτυξη της κοινωνικής επιχειρηματικότητας είναι το ζήτημα της διαφθοράς, της μαύρης οικονομίας και της άμετρης χρήσης της μεταναστευτικής εργασίας. Στην υπόλοιπη Ευρώπη, οι κοινωνικές επιχειρήσεις αποτελούν μέσο για την «μεταφορά» της μαύρης οικονομίας στην τυπική οικονομία. Ωστόσο, στην Ελλάδα, η αδυναμία της Ελληνικής Πολιτείας για την ολοκληρωμένη εφαρμογή του νομοθετικού πλαισίου που διέπει τις κοινωνικές επιχειρήσεις, η ελλιπής στελέχωση του Μητρώου Κοινωνικής Οικονομίας και η απουσία βούλησης για τη δημιουργία στιβαρών ελεγκτικών λειτουργιών από αυτό, έχει οδηγήσει στην χρήση των κοινωνικών συνεταιριστικών επιχειρήσεων από διάφορους επιτήδειους ως εργαλείο αποφυγής καταβολής ασφαλιστικών εισφορών και εργαλείο φοροδιαφυγής.
Ωστόσο, δεν θα πρέπει να διαφεύγει από τον προβληματισμό μας ότι η πραγματικότητα έχει καταδείξει ότι οι Κοιν.Σ.Επ που ανταποκρίνονται σε πραγματικές ανάγκες και δεν διέπονται από ιδεολογικέ θολούρες είναι οι πιο δραστήριες. Οι Κοιν.Σ.Επ που εκμεταλλεύονται δημιουργικά στοιχεία του τόπου όπου δραστηριοποιούνται είναι οι πιο οργανωμένες. Επίσης, οι Κοιν.Σ.Επ. που διαμορφώνονται εξ ανάγκης και από ανέργους είναι αυτές που χρειάζονται τη μεγαλύτερη στήριξη στο επίπεδο της συμβουλευτικής.
Οι κύριες προσπάθειες σήμερα, θα πρέπει να προσανατολιστούν στα εξής:
Πρώτον, στην ενίσχυση των πραγματικών κοινωνικών εγχειρημάτων που υπάρχουν. Γιατί αυτά και πολλά είναι και προσφέρουν πράγματι κοινωνικό έργο. Η ανάγκη για την ενίσχυση της ταυτότητας του τομέα απαιτεί σήμερα την εντατικοποίηση του ελέγχου του κοινωνικού σκοπού. Για όσους υιοθέτησαν τη μορφή της κοινωνικής συνεταιριστικής επιχείρησης μόνον για λόγους εύρεσης απασχόλησης υπάρχουν και άλλες νομικές μορφές επιχειρηματικότητας που είναι πιο πρόσφορες.
Δεύτερον, στην διεύρυνση της συνεταιριστικής συνείδησης. Εδώ, ίσως πρέπει να ανοίξει η συζήτηση για αύξηση του ελάχιστου αριθμού των μελών και για έλεγχο της τήρησης της συνεταιριστικής και συλλογικής δράσης.
Τρίτον, η πλήρης απαγόρευση της διάθεσης κερδών στους εργαζόμενους και η διάθεση του όποιου πλεονάσματος για τους συλλογικούς σκοπούς της Κοιν.Σ.Επ., ενώ ένα 10% των κερδών θα πρέπει να διατίθεται στο Ταμείο Κοινωνικής Οικονομίας.
Τέταρτον, διαμόρφωση νομοθετικού πλαισίου που θα καθορίζει τα όρια του εθελοντισμού και θα αποτρέπει τη χρήση για αλλότριους σκοπούς.
Πέμπτον, οι όποιες ενισχύσεις-επιδοτήσεις να δοθούν αφού πρώτα εξεταστεί ο κοινωνικός σκοπός του φορέα κοινωνικής οικονομίας και η στόχευση αυτών των επιδοτήσεων να αφορά ομάδες του πληθυσμού που βρίσκονται σε μειονεκτική θέση.
Έκτον, να εκπονηθεί άμεσα το νομοθετικό πλαίσιο για τις δημόσιες συμβάσεις και τις συμβάσεις παραχώρησης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στους νόμους 4412/2016 και 4413/2016. Μάλιστα εδώ ίσως πρέπει να διερευνηθεί η ιδέα του Τζουβελέκα, να καταστεί η Ενιαία Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων υπεύθυνη για την διαχείριση των συμβάσεων κοινωνικού σκοπού (Τζουβελέκας,2015).
Έβδομον, να δρομολογηθεί άμεσα η σύσταση του Ταμείου Κοινωνικής Οικονομίας. 
«Οι νόμοι», επισημαίνουν οι Κλήμη-Καμινάρη και Παπαγεωργίου «ορίζουν το πλαίσιο για την ανάπτυξη δραστηριοτήτων. Εναπόκειται στους ενδιαφερόμενους να επωφεληθούν από τις ευνοϊκές ρυθμίσεις, με την προϋπόθεση ότι θα πεισθούν πώς δεν θα συνεχισθούν οι παρεμβάσεις σκοπιμότητας, ειδικά στους αγροτικούς συνεταιρισμούς…η ανοικοδόμηση είναι βραδεία και επίπονη διαδικασία… Ας μην παραγνωρίζεται επίσης η ανάγκη φωτισμένης και τολμηρής ηγεσίας …μιας ηγεσίας την οποία να έχουν λόγους να εμπιστεύονται οι ενδιαφερόμενοι» (Κλήμη-Καμινάρη, 2010, 103). Τέσσερα χρόνια εφαρμογής του νόμου 4019/2011 έχουν ήδη δημιουργήσει μια σημαντική μαγιά ανθρώπων που πονάνε το εγχείρημα και δείχνουν πραγματικό πάθος και αγάπη γι’ αυτό.
Από την πλευρά μας, θα πρέπει να «αποτρέψουμε την προσπάθεια εκμετάλλευσης των δημόσιων πολιτικών και ρυθμίσεων από παράγοντες και οργανώσεις που συμπεριφέρονται καιροσκοπικά και κερδοσκοπικά» (Ζιώμας,2014), και να προωθήσουμε το πραγματικό νόημα της κοινωνικής επιχειρηματικότητας που δεν είναι άλλο από την συνεισφορά σε μια εθνική προσπάθεια για μια Ελλάδα ανεξάρτητη, με οικονομική αυτάρκεια, αλληλέγγυα, με σφύζουσα επιχειρηματική δραστηριότητα, με δυναμισμό, καινοτομία αλλά και μέριμνα για τους αδύναμους . Για μια Ελλάδα δυναμική και αλληλέγγυα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αδάμ Σοφία, Κοινωνικές Συνεταιριστικές Επιχειρήσεις στην Ελλάδα: που εντοπίζεται το κοινωνικό στη θεωρία και στην πράξη; Φόρουμ Κοινωνικής Επιχειρηματικότητας, Αθήνα, 20-21 Νοεμβρίου 2014.
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Οικονομικών Επιστημών, Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών Διοίκηση Επιχειρήσεων-ΜΒΑ, Έρευνα για τις Κοιν.Σ.Επ. στην Ελλάδα. Συνοπτική Παρουσίαση Αποτελεσμάτων, Νίκη Γλαβέλη & Εύη Βαϊράμη, Θεσσαλονίκη, 2015.
Αφουξενίδης Αλέξανδρος & Μαρία Γαρδίκη, «Χαρτογραφώντας την κοινωνία των πολιτών στην Ελλάδα σήμερα: προβλήματα και προοπτικές», Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 143 Β΄, 2014, σελ. 33-53.
Βαϊράμη, Βαρσαβούλα, Κοινωνικές Επιχειρήσεις στην Ελλάδα: Στρατηγικός Προσανατολισμός και Απόδοση, Διπλωματική Εργασίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Οικονομικών Επιστημών, Θεσσαλονίκη, 2015.
Γεώρμας Κωνσταντίνος, «Η συνεισφορά του Μητρώου Κοινωνικής Οικονομίας στην ανάπτυξη της Κοινωνικής Επιχειρηματικότητας: Απολογισμός και Προτάσεις για το μέλλον» παρουσίαση στο συνέδριο Συν-Επιχειρούμε Κοινωνικά, Περιφέρεια Κρήτης και Δίκτυο Αναπτυξιακών Συμπράξεων Κρήτης, Ηράκλειο Κρήτης, 27 και 28 Νοεμβρίου 2014.
Γεώρμας Κωνσταντίνος, «Το κράτος, η κρίση και το έθνος», εφημερίδα Ρήξη, τεύχος 77, Σεπτέμβριος 2011.
Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Ανάπτυξη Ανθρώπινου Δυναμικού 2007-2013, Αθήνα, Οκτώβριος 2007.
Εθνικό Θεματικό Δίκτυο για την Κοινωνική Οικονομία, Προτάσεις πολιτικής για τη θεσμική και τη χρηματοδοτική στήριξη του τομέα της Κοινωνικής Οικονομίας στην Ελλάδα. Παρουσίαση των νεοσύστατων Κοινωνικών Επιχειρήσεων, Equal, Αθήνα, 2007.
Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Κοινωνική οικονομία και κοινωνική επιχειρηματικότητα, Οδηγός για την Κοινωνική Ευρώπη, Τεύχος 4, 2013.
Ζιώμας Δημήτρης, «Το σταυροδρόμι της ανάπτυξης της Κοινωνικής Οικονομίας στην Ελλάδα. Προοπτικές, κίνδυνοι και …επιλογές», παρουσίαση στο συνέδριο Συν-Επιχειρούμε Κοινωνικά, Περιφέρεια Κρήτης και Δίκτυο Αναπτυξιακών Συμπράξεων Κρήτης, Ηράκλειο Κρήτης, 27 και 28 Νοεμβρίου 2014.
Ζιώμας Δημήτρης, Κατερίνα Βεζυργιάννη, «Νέες προσεγγίσεις για την κοινωνική και οικονομική ένταξη των ψυχικά ασθενών: Η περίπτωση των Κοινωνικών Συνεταιρισμών Περιορισμένης Ευθύνης», στο Μ. Ναούμη κ.ά. (επιμέλεια), Το κοινωνικό Πορτραίτο της Ελλάδας 2010, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, Ινστιτούτο Κοινωνικής Πολιτικής, Αθήνα, 2010.
Ζιώμας Δημήτρης, «Ο τομέας της Κοινωνικής Οικονομίας στην Ελλάδα υπό το πρίσμα των διεθνών εξελίξεων», στο Αλίκη Μουρίκη & Ματίνα Ναούμη & Γεωργία Παπαπέτρου (επιμ.) Το κοινωνικό πορτραίτο της Ελλάδας 2001, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, Ινστιτούτο Κοινωνικής Πολιτικής, Αθήνα, 2002.
ΙΟΒΕ, Σταύρος Ιωαννίδης, Ευθυμία Κόρρα, Ιωάννης Γιωτόπουλος, Επιχειρηματικότητα 2014-15: Η Δυναμική του Επιχειρηματικού Συστήματος στην Ελλάδα της Κρίσης, Global Entrepreneurship Monitor, Φεβρουάριος 2016.
Καραμπελιάς Γιώργος (επιμέλεια), ΜΚΟ και παγκοσμιοποίηση στην Ελλάδα. Από το Ίδρυμα Φορντ στον Σόρος και τα γερμανικά ιδρύματα, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα, 2014.
Κασσαβέτης Δημοσθένης, «Η κοινωνική επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα», στο Κωνσταντίνος Γεώρμας (επιμέλεια), Κοινωνική Οικονομία. Θεωρία, εμπειρία, προοπτικές, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα, 2013.
Κασσαβέτης Δημοσθένης, Συνεταιριστικοί Θεσμοί Ι, Αγροτικές Συνεταιριστικές Οργανώσεις (Θεωρία-Νομοθεσία-Νομολογία), Εκδόσεις Βασ. Ν. Κατσαρού, Αθήνα, 2005.

Κασσαβέτης Δημοσθένης, «Θεσμοθετημένες δυνατότητες επιχειρηματικής ανάπτυξης της κοινωνικής οικονομίας στην Ελλάδα», στο ΤΕΙ Μεσολογγίου, Σχολή Διοίκησης και Οικονομίας, Ι.Η. Κούγιας (επιμ.), Παγκοσμιοποίηση και Κοινωνική Οικονομία, Πρακτικά 3ου Επιστημονικού Συνεδρίου, 22-24 Οκτωβρίου 1999, Μεσολλόγι, 2001.
Κλήμη-Καμινάρη Ολυμπία & Κωνσταντίνος Λ. Παπαγεωργίου, Κοινωνική Οικονομία. Μια πρώτη προσέγγιση, Ελληνοεκδοτική, Αθήνα, 2010.
Κώστας Αντώνιος, «Οργανώσεις της κοινωνικής οικονομίας και κοινωνικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα», στο Κωνσταντίνος Γεώρμας (επιμέλεια), Κοινωνική Οικονομία. Θεωρία, εμπειρία, προοπτικές, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα, 2013.
Μαρκουλάτος Εμμανουήλ, Το Θεσμικό Πλαίσιο και η Λειτουργία των Κοινωνικών Συνεταιρισμών Περιορισμένης Ευθύνης στην Ελλάδα, Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης, Αθήνα, 2008.
Νασιούλας Ιωάννης, Η Κοινωνική Οικονομία της Ελλάδος και το Κοινωνικό Κεφάλαιο, Ινστιτούτο Κοινωνικής Οικονομίας, Θεσσαλονίκη, 2012.
Παπαγεωργίου, Κ.Λ. «Καλή και κακή χρησιμοποίηση των συνεταιρισμών: το παράδειγμα της Ελλάδας», εισήγηση στο συνέδριο Αγροτικοί συνεταιρισμοί στη Νότια και Κεντρική Ευρώπη. 19ος και 20ος αιώνας: μια συγκριτική θεώρηση, Ακαδημία Αθηνών, Αθήνα, 10-11 Ιουνίου 2010.
Σακελλαρόπουλος Θεόδωρος (Επιστημονικά Υπεύθυνος), Στοχευμένες μελέτες ανάπτυξης κοινωνικής επιχειρηματικότητας, Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, Έρευνα-Συγγραφή Θεόδωρος Σακελλαρόπουλος & Χαράλαμπος Οικονόμου, Βοηθοί Έρευνας: Αντώνιος Κώστας & Θεόδωρος Φούσκας, Αθήνα 2007.
Τενές Δημήτριος, Οι κοινωνικές επιχειρήσεις ως πυλώνας πολιτικής για την δημιουργία θέσεων απασχόλησης, Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης, Αθήνα, 2014.
Τζουβελέκας Μανώλης και Κωνσταντίνα Zoehrer, «Ο Νόμος 4019/2011-Προϋποθέσεις λειτουργίας της Κοινωνικής Οικονομίας για μια βιώσιμη αγορά εργασίας», Κοινωνική Πολιτική, Τεύχος 3, Ιανουάριος 2015, σελ. 125-140.
Τσουκαλίδης Γιάννης, Αντώνιος Κώστας, «Επιτυχημένες πρακτικές ανάπτυξης της κοινωνικής επιχειρηματικότητας στο τοπικό επίπεδο», παρουσίαση στο Διεθνές Συνέδριο, Κοινωνική Επιχειρηματικότητα: Ένα εργαλείο για την αντιμετώπιση της τοπικής ανάπτυξης, της ανεργίας των νέων και των κοινωνικών αναγκών, Ηράκλειο, Κρήτη, 10-11 Ιουνίου 2014.
Τσούτσουρα Ελένη, Ο ρόλος της κοινωνικής επιχειρηματικότητας στην Ευρωπαϊκή Στρατηγική 2020 και οι δυνατότητες αξιοποίησής της στην Ελλάδα, Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης, Τμήμα Διοίκησης και Οικονομικής Διαχείρισης, Αθήνα, 2015
Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Αιτιολογική Έκθεση του Σχεδίου Νόμου «Κοινωνική Οικονομία και Κοινωνική Επιχειρηματικότητα», Αύγουστος 2011.
Υπουργείο Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την Κοινωνική Ένταξη 2005-2006, Αθήνα, 2005.
Υπουργική Απόφαση Αριθμ. 2.2250/οικ. 4.105, «Τήρηση και λειτουργία του Γενικού Μητρώου Κοινωνικής Οικονομίας του Ν. 4019/2011 (ΦΕΚ 216/Α΄) «Κοινωνική Οικονομία και Κοινωνική Επιχειρηματικότητα και λοιπές διατάξεις»» (ΦΕΚ Β΄221/09.02.2012).

Χρυσάκης Μανώλης (επιστημονικά υπεύθυνος), Προοπτικές απασχόλησης στον τομέα της κοινωνικής οικονομίας, Εθνικό Ινστιτούτο Εργασίας, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2002.
Balourdos Dionyssis & Konstantinos Geormas, Social Economy, Comments Paper Greece, Peer Review on Social Economy, France, 2012.
Bode Ingo, Adalbert Evers and Andreas Schulz, «Work integration social enterprises in Europe: can hybridization be sustainable?», στο Martha Nyssens, Social Enterprise. At crossroads of market, public policies and civil society, Routledge, London and New York, 2006.
Borzaga Carlo and Jacques Defourny, The Emergence of Social Enterprise, Routledge, London and New York, 2001.
CICOPA, Συνεταιρισμοί και κοινωνική οικονομία στην Ελλάδα, 2013.
European Commission, A Map of social enterprises and their eco-systems in Europe. Synthesis report, Directorate-General for Employment, Social Affairs and Inclusion, 2015.
European Commission, A map of social enterprises and their ecosystems in Europe. Country Report: Greece, European Commission, 2014.
European Commission, A map of social enterprises and their ecosystems in Europe. Country Report: Finland, European Commission, 2014b.
Glaveli Niki and Konstantinos Geormas, «Mission accomplished? An empirical research on the link between Social Cooperative Enterprises’ strategic orientation and performance», εργασία που παρουσιάστηκε στο συνέδριο ICA 2016 ALMERIA, New Strategies for Co-Operatives: Understanding and Managing Co-Operative Creation, Transitions and Transformation, 24-27 May, 2016.
Ketsetzpoulou M., - WP3 “Research on Social Entrepreneurship” – Social Entrepreneurship in Greece, May, 2010.
Nasioulas Ioannis and Vasileios Mavroeidis, The Social Business Sector in Greece. Systemic Failures and Positive Action Potentials based on strengths of the Hellenic Ministry of Development and Competitiveness, Report #10, GECES, Thesaaloniki, 2013
Nasioulas Ioannis, «Social Cooperatives in Greece. Introducing New Forms of Social Economy and Entrepreneurship», International Review of Social Research, Volume 2, Issue 2, June 2012, 151-171.
Nasioulas Ioannis, Greek Social Economy at the crossroads. Law 4019/2011 and the institutionalization challenge, Working paper, CIRIEC No 2011/10.
Poschke Markus, Entrepreneurs out of Necessity»: a Snapshot, IZA DP 4893, April 2010.
Steering Committee on Social Economy and Social Entrepreneurship, Outline Strategy and Priorities for Action to develop the Social Economy and Social Entrepreneurship in Greece, Recommendations of the Experts Steering Committee on Social Economy and Social Entrepreneurship, Αθήνα, 28 Ιανουαρίου 2013.



[1] Για μια ενδελεχή παρουσίαση των μελετών αναφορικά με την κοινωνική οικονομία βλέπε Αντώνιος Κώστας, «Οργανώσεις της κοινωνικής οικονομίας και κοινωνικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα» στο Κωνσταντίνος Γεώρμας (επιμέλεια), Κοινωνική Οικονομία. Θεωρία, εμπειρία, προοπτικές, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα, 2013.
[2] Πηγή: http://www.koispe.gr/index.php?categoryid=4
[3] Να ευχαριστήσουμε εδώ τα στελέχη του Γενικού Μητρώου Κοινωνικής Οικονομίας, που με ιδιαίτερη επιμέλεια τηρούν στοιχεία αναφορικά με τις εγγραφές των Κοιν.Σ.Επ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.